ἕρπων

ἕρπων
ἕρπω
serpo)
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • плазити — ПЛА|ЗИТИ (3*), ЖОУ, ЗИТЬ гл. 1.Ползать (ползти) (о пресмыкающихся): [змийдьявол] иже пакостить на(м). иже свище(т) и плазить. (ὁ ἕρπων) ФСт XIV/XV, 172а; мы же ѥгда видимъ ѹбо змию пресмыкающюсѧ по земли и на || чревѣ плазѧщю. да тогда разумѣѥмъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • SIRIS — I. SIRIS ab Aethiopibus dicitur Nilus, antequam totus confluat. Nam, ut inquit Plin. l. 5. c. 9. nec ante Nilus dicitur, quam se totum aquis concordibus iunxit. Dionys. v. 221. Ἔνθεν πιοτάτοιο κατέρχεται ὕδατα Νείλου, Ὅς δή τοι Λιβήυθεν ἐπ᾿… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • πανήμερος — (I) και δωρ. τ. πανάμερος, ον, ουδ. και όν, Α 1. (για τον γύπα τού Προμηθέως) αυτός που κάνει κάτι κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής ημέρας («ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος», Αισχύλ.) 2. (ιδίως το αρσ. στον δωρ. τ.) πανάμερος επίθετο τού Διός 3.… …   Dictionary of Greek

  • κομβόλβουλος ή κονβόλβουλος — (Convolvulus). Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 250 είδη σε παγκόσμια κλίμακα. Πρόκειται για μονοετείς ή πολυετείς πόες ή μικρούς θάμνους, ύψους μέχρι 1 μ. Ο βλαστός είναι όρθιος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”